Πτώχευση και αναδιάρθρωση ή άρνηση του χρέους;


Η Πέμπτη 6 Μαΐου, όταν ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος η παράδοση της χώρας στον μηχανισμό κατοχής Ε.Ε. και ΔΝΤ, θα καταγραφεί στην ιστορία με τα μελανότερα χρώματα. Τι ισχυρίστηκε ο πρωθυπουργός για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα;
«Δεν άκουσα και δεν έχει ακούσει κανένας εναλλακτική λύση. Πολύ θα το θέλαμε. Πείτε, εξηγήστε τι θα συμβεί αν χρεοκοπήσει η χώρα, αν κηρύξει στάση πληρωμών. Τι θα γίνει με τους μισθούς και τις συντάξεις, που όλοι κοπτόμαστε, κατά τα άλλα; Τι θα γίνει, κύριοι της Ν.Δ., με ένα κράτος που δεν μπορεί να δώσει τίποτα; Τι θα γίνει με τις καταθέσεις των κόπων του ελληνικού λαού σε μια οικονομία που θα καταρρεύσει;» (Βουλή, 6.4).
Όταν ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του εκφράζουν την «αγωνία» τους για «αποφυγή της χρεοκοπίας», δεν εννοούν τη δεδομένη πτώχευση της χώρας, αλλά τη διασφάλιση με κάθε μέσο και τρόπο των τεράστιων υπερκερδών που προσδοκούν να απομυζήσουν από τη χώρα οι αγορές. Έτσι πιστεύουν οι ευρωκρατούντες ότι θα συγκρατήσουν το ευρώ, του οποίου η επιβίωση, μέρα με τη μέρα, γίνεται όλο και πιο αμφίβολη.
Μιλάμε δε για δεδομένη πτώχευση της χώρας, όχι μόνο επειδή οι αγορές τη θεωρούν ως τέτοια και ποντάρουν σ’ αυτήν, αλλά κυρίως διότι ο ίδιος ο χαρακτήρας του προγράμματος «στήριξης» της Ε.Ε. και του ΔΝΤ το εξασφαλίζει. Κι αυτό επειδή τα 110 δισ. ευρώ που υπόσχεται – στον βαθμό που θα δοθούν – όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της πλήρους αδυναμίας αποπληρωμής του χρέους, αλλά το επιδεινώνουν καταδικάζοντας την Ελλάδα στη χειρότερη ύφεση της μεταπολεμικής ιστορίας της.
Πρόκειται στην ουσία για πρόσθετο δανεισμό της χώρας με όρους και προϋποθέσεις επαχθείς. Γι’ αυτό τον λόγο και ο κ. Παπακωνσταντίνου έφερε την τροπολογία στη Βουλή που του δίνει εν λευκώ εξουσιοδότηση να κλείνει συμβάσεις με την «τρόικα» δίχως να είναι υποχρεωμένος να τις φέρνει στο κοινοβούλιο και να αποκαλύπτει έτσι το περιεχόμενό τους.
Ο Ντάνιελ Γκρος, διευθυντής του Κέντρου Μελετών για Ευρωπαϊκές Πολιτικές, ενός ινστιτούτου που χρηματοδοτείται από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ε.Ε. και την ίδια την Κομισιόν, εκτίμησε πρόσφατα ότι για κάθε 1% μείωση του ΑΕΠ της Ελλάδας σε κρατικές δαπάνες, η συνολική ζήτηση της χώρας πέφτει κατά 2,5% του ΑΕΠ. Αν λοιπόν η κυβέρνηση μειώσει πράγματι τις δαπάνες κατά 15% του ΑΕΠ, το αρχικό σοκ στη ζήτηση μπορεί να υπερβεί το 30% του ΑΕΠ. Ανάλογες εκτιμήσεις κάνουν σχεδόν όλοι οι διεθνείς αναλυτές, που βλέπουν την πτώση του ΑΕΠ της χώρας για την τριετία ανάμεσα στο 25% και το 37%.
Αυτό σημαίνει εκτίναξη της επίσημης ανεργίας στο 30% και αντίστοιχη πτώση του καθαρού τζίρου της αγοράς με πάνω από τα δύο τρίτα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να κλείνουν. Τα δεδομένα αυτά θα σημάνουν αναπόφευκτα δημοσιονομική κατάρρευση και μια μακροχρόνια ύφεση, που πολλοί εκτιμούν ότι ίσως να μην είναι αντιστρέψιμη.
Αυτό έκανε τον Σάιμον Τζόνσον, οικονομικό σύμβουλο του ΔΝΤ και του προέδρου των ΗΠΑ, να γράψει στις 7 του μηνός ότι:
«Η Ελλάδα πρέπει να καταλήξει σε μια αναδιάρθρωση του χρέους. Το πρόγραμμα του ΔΝΤ το κάνει ολοφάνερο: Πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να πραγματοποιήσει ένα σύνολο από 19% του ΑΕΠ σε περικοπές, μόνο και μόνο για να καταλήξει με 149% του ΑΕΠ σε χρέος και έναν λογαριασμό στο διηνεκές για να πληρώνει στους Γερμανούς, Γάλλους και άλλους ξένους ομολογιούχους περίπου το 10% του ετήσιου εισοδήματος μόνο και μόνο για να καλύπτει τους τόκους;».
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε εκατοντάδες ανάλογες εκτιμήσεις από κάθε είδους αναλυτή της διεθνούς αγοράς, των τραπεζών και θεσμικών επενδυτών, που καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: η αναδιάρθρωση του χρέους της χώρας είναι ζήτημα χρόνου! Γι’ αυτό η αγορά φέρεται αδυσώπητα στην Ελλάδα, ώστε οι κερδοσκόποι ομολογιούχοι να ισχυροποιήσουν τη θέση τους σε αναμονή μιας αναδιαπραγμάτευσης, που πάντα προηγείται της αναδιάρθρωσης του χρέους.

Τι είναι η αναδιάρθρωση του χρέους
Αναδιάρθρωση του χρέους γίνεται όταν μια χώρα δηλώνει επίσημα ότι αδυνατεί να πληρώσει τους δανειστές της και προχωρά σε πτώχευση. Προηγείται ένας κύκλος διαπραγματεύσεων με τους δανειστές ομολογιούχους. Συνήθως οι διαπραγματεύσεις αυτές ξεκινούν πριν καν η χώρα δηλώσει επίσημα πτώχευση και προχωρήσει σε στάση πληρωμών. Όπως ακριβώς κάνει σήμερα και η ελληνική κυβέρνηση, η οποία εδώ και ένα μήνα έχει προσλάβει ξένους διαμεσολαβητές, όπως την εταιρεία Lazard, που ειδικεύονται στην αναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του χρέους.
Τι αφορούν αυτές οι διαπραγματεύσεις; Πρώτα και κύρια την αντικατάσταση των ομολόγων που έχουν ήδη στα χέρια τους οι δανειστές του ελληνικού κράτους με νέα μεγαλύτερης διάρκειας και διαφορετικής αξίας. Με τον τρόπο αυτόν το κράτος δεν απαλλάσσεται από το χρέος του, απλά προσπαθεί να το μεταθέσει για αργότερα.
Φυσικά αυτό δεν γίνεται με το αζημίωτο. Οι ομολογιούχοι, για να συμφωνήσουν να ανταλλάξουν τις αξίες που κρατούν με τις νέες αξίες που προσφέρει το κράτος, ζητούν μεγάλες αποζημιώσεις και πολλά ανταλλάγματα. Έτσι μια τέτοια διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του χρέους καταλήγει όχι απλά να μεταθέτει το πρόβλημα του χρέους, αλλά να αυξάνει σημαντικά και το κόστος της εξυπηρέτησής του.
Ορισμένες φορές, κυρίως ύστερα από παρέμβαση του ΔΝΤ, εκτιμάται ότι το χρέος είναι τόσο μεγάλο ώστε το κράτος αδυνατεί να το πληρώσει ακόμη κι αν το μεταθέσει στο αόριστο μέλλον. Τότε, έπειτα πάντα από συμφωνία με τους ομολογιούχους, το κράτος εκδίδει νέα ομόλογα με μειωμένη αξία έναντι των παλιών. Έτσι η Αργεντινή εξέδωσε νέα ομόλογα το 2003 προς αντικατάσταση των παλαιών, στο 30% της αξίας που είχαν τα παλιά. Με αυτόν τον τρόπο διαγράφεται ένα μέρος των χρεών της χώρας, που συνεχίζει να αποπληρώνει το υπόλοιπο.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ευνοείται η χώρα. Κι αυτό διότι εξαρτάται από τους κατόχους των νέων ομολόγων και τις αποζημιώσεις και τα ανταλλάγματα που ζητούν. Στην περίπτωση της Αργεντινής, παρ’ ότι υπήρξε διαγραφή χρεών κατά 70%, το υπόλοιπο 30% βρέθηκε στα χέρια των πιο αδίστακτων επενδυτικών κεφαλαίων, που ονομάζονται «γύπες» (vulture funds), που συνέχισαν να πιέζουν αδιαλείπτως την Αργεντινή ζητώντας τεράστιες αποζημιώσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν η Αργεντινή να οδηγηθεί φέτος πάλι στον δανεισμό από τη διεθνή αγορά ομολόγων, με επιτόκια πάνω από 15%, ώστε να βρει τα χρήματα για να αποζημιώσει τους «γύπες» ομολογιούχους. Έτσι μια εντυπωσιακή μονομερής διαγραφή χρέους, η πιο σημαντική των τελευταίων χρόνων, έκλεισε άδοξα, με τη χώρα να ξαναπέφτει στα χέρια των διεθνών τοκογλύφων!

Η άρνηση του χρέους

Με ποιο όπλο λοιπόν μπορεί ένα κράτος να εκβιάσει ή να πιέσει τους δανειστές του, ιδίως όταν πρόκειται για διεθνείς τοκογλύφους και κερδοσκόπους; Μόνο ένα: την άρνηση πληρωμής του χρέους. Αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι εκπρόσωποι του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό, όταν τη δεκαετία του ’80 οι χώρες της Λατινικής Αμερικής είχαν βρεθεί σε παρόμοια κρίση χρέους και κινδύνευαν κυρίως οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ, αλλά και διεθνώς, να υποστούν μεγάλες ζημιές από μια ενδεχόμενη παύση πληρωμών, ο Κίσινγκερ έτρεξε και ξεκαθάρισε τη στρατηγική που έπρεπε να ακολουθηθεί για να «διασωθεί η παγκόσμια οικονομία»: «Το πρώτο βήμα είναι να αλλάξουμε το πλαίσιο διαπραγμάτευσης: πρέπει να αφαιρεθεί από τους οφειλέτες – όσο είναι δυνατόν – το όπλο της παύσης πληρωμών. Οι βιομηχανικές δημοκρατίες χρειάζεται επειγόντως να προσφέρουν κάποιο είδος κρατικής βοήθειας έκτακτης ανάγκης προς τα απειλούμενα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτό θα μειώσει τόσο την αίσθηση πανικού όσο και τη δυνατότητα των οφειλετών να εκβιάζουν» (Newsweek, 24.1.1983).
Έπειτα από πολλές πιέσεις, όλες οι υπερχρεωμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής ακολούθησαν τον δρόμο του Κίσινγκερ. Αποδέχτηκαν δηλαδή τις «βοήθειες» και προχώρησαν σε αναδιαπραγμάτευση του χρέους αντί να αρνηθούν μονομερώς να το πληρώσουν, όπως απαιτούσαν οι λαοί αυτών των χωρών. Το αποτέλεσμα ήταν, ύστερα από σχεδόν δυο δεκαετίες άγριας λιτότητας, μαζικής εξαθλίωσης του πληθυσμού και καταστροφής, να βρεθούν με υπερδιπλάσια χρέη από την εποχή της αναδιαπραγμάτευσης τη δεκαετία του ’80.
Άλλες χώρες κατάφεραν να επιβάλουν την άρνηση, όπως η Βενεζουέλα το 2001, η Αργεντινή το 2003, η Βολιβία το 2004, το Εκουαδόρ το 2008 κ.ο.κ., ενώ αλλού ο αγώνας ακόμη συνεχίζεται. Όσες χώρες το κατάφεραν, κατόρθωσαν να πατήσουν στα πόδια τους, άρχισαν μια νέα πορεία, έστω κι αν δεν έχουν κατορθώσει να λύσουν ακόμη τα προβλήματά τους, έστω κι αν υπάρχουν ενίοτε πισωγυρίσματα. Σε κάθε περίπτωση όμως γλίτωσαν την οικονομική και κοινωνική καταστροφή.

Τι σημαίνει άρνηση της πληρωμής του χρέους
Η ελληνική κυβέρνηση επισήμως επιχειρεί να ταυτίσει την άρνηση πληρωμής του χρέους με την πτώχευση της χώρας. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Άρνηση της πληρωμής του χρέους εδώ και τώρα, σημαίνει άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές. Με απλά λόγια:
* Γλιτώνουμε τα 8 με 11 δισ. ευρώ που έχουμε να πληρώσουμε στις 19 Μαΐου και για τα οποία η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα σκληρά μέτρα που ζήτησε η «τρόικα».
* Γλιτώνουμε τα πάνω από 80 δισ. ευρώ που είμαστε αναγκασμένοι να καταβάλλουμε κάθε χρόνο στους δανειστές και για τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να δανειζόμαστε συνεχώς διογκώνοντας το δημόσιο χρέος.
1. «Μα δεν θα έχουμε λεφτά να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις» ισχυρίζεται η κυβέρνηση
Ψέμα. Το 97% όσων δανειστήκαμε την τελευταία δεκαετία πήγαν στην εξυπηρέτηση παλαιότερων δανείων. Μόλις το 3% κάλυψε ελλείμματα του Δημοσίου!

* Μόνο με την πτώχευση και την παύση πληρωμών που ετοιμάζουν η κυβέρνηση και οι επιτηρητές της δεν θα πληρώνονται μισθοί και συντάξεις.
* Μόνο με την πολιτική που ακολουθείται σήμερα είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα καταντήσουμε σαν την Ιρλανδία, την οποία οι περιοριστικές πολιτικές ανάγκασαν, μετά την περικοπή του 13ου και 12ου μισθού, να πληρώνει τους δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους κάθε δεύτερο ή τρίτο μήνα.
* Μόνο με αυτή την πολιτική θα βρεθεί στην ανάγκη η κυβέρνηση να δεσμεύσει τις λαϊκές καταθέσεις στις τράπεζες, όπως έγινε στην Αργεντινή, προκειμένου να περισώσει το τραπεζικό σύστημα της χώρας, το οποίο βρίσκεται ένα μόλις βήμα πριν από τη χρεοκοπία.
Αντίθετα, γλιτώνοντας από τον φόρο αίματος που πληρώνει η χώρα στους δανειστές, ο οποίος το 2009 έφτασε στο 35% του ΑΕΠ, όχι μόνο μπορούμε να συνεχίσουμε να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις, αλλά και με τους πόρους που θα περισώσουμε μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια γενναία αναδιανομή εισοδημάτων προς όφελος πρώτα και κύρια των μισθωτών και συνταξιούχων. Κι αυτό όχι μόνο ή απλώς για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης ή βελτίωσης του επιπέδου της ζωής τους, αλλά γιατί μόνο έτσι μπορεί να ξεκινήσει μια αληθινή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
2. Μα, λένε, δεν θα μπορούμε να δανειστούμε για να καλύψουμε το έλλειμμα του κράτους
Είναι αλήθεια ότι με την άρνηση της χώρας να αναγνωρίσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της δεν θα μπορέσει ξανά να βγει στη διεθνή αγορά ομολόγων για να δανειστεί. Αυτό, όμως, δεν είναι κακό, αλλά καλό. Αλίμονο αν η χώρα χρειάζεται να δανείζεται από τη διεθνή κερδοσκοπία: έχει χάσει το παιχνίδι από χέρι. Αν εκλείψει η εξυπηρέτηση των δανείων, οι πραγματικές δανειακές ανάγκες της χώρας είναι ασήμαντες. Κάλλιστα μπορεί να τις καλύψει από το εσωτερικό, με όπλο το δικό της εθνικό νόμισμα, όπως έκανε για δεκαετίες πριν μπει στο ευρώ, χωρίς να κινδυνεύει από χρεοκοπία.
3. Το έλλειμμα του κράτους δεν αποτελεί ταμπού
Αν το κράτος σπαταλά τα έσοδά του σε «ημετέρους», κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και μεγαλοεργολάβους και γενικά στο «τάισμα» της κομματικής ολιγαρχίας, τότε τα ελλείμματά του είναι εκ φύσεως παρασιτικά και αποτελούν μεγάλο βραχνά για την οικονομία. Αντίθετα, αν το έλλειμμα του κράτους εντάσσεται σε ένα ευρύ δημοκρατικό σχέδιο επενδύσεων στην παραγωγή, που εξασφαλίζει για τον εργαζόμενο πληθυσμό σταθερή απασχόληση με αξιοπρεπείς αμοιβές και στην οικονομία ως σύνολο νέο εισόδημα, τότε μπορεί να αποτελέσει έναν από τους στυλοβάτες της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
4. Τι θα γίνει όμως με τους «γύπες» της αγοράς;
Μόνο με τη μονομερή άρνηση της πληρωμής του χρέους μπορούν να αντιμετωπιστούν. Υπό την προϋπόθεση της αποχώρησης από την Ευρωζώνη, η οποία όχι μόνο παρέχει τη δυνατότητα να επανέλθουμε στο εθνικό νόμισμα και να αποκτήσουμε τον έλεγχο της οικονομίας, αλλά και στερεί από τους «γύπες» τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τα ευρωπαϊκά δικαστήρια εις βάρος μας. Το να πτωχεύσει η χώρα εντός του ευρώ είναι γι’ αυτά τα κεφάλαια η πιο πρόσφορη λύση.
5. Όμως μια επαναφορά στο εθνικό νόμισμα δεν σημαίνει διαρκείς υποτιμήσεις και οικονομική καταστροφή;
Δεν είναι αλήθεια. Η Ελλάδα πριν μπει στο ευρώ υπέστη με τους χειρότερους δυνατούς όρους πάνω από 12 επίσημες υποτιμήσεις της δραχμής σε ολόκληρη την μεταπολίτευση. Καμιά απ’ αυτές δεν την οδήγησε στη χρεωκοπία. Η επαναφορά στο εθνικό νόμισμα δεν θα γίνει για να το διαθέσουμε βορά στους κερδοσκόπους της παγκόσμιας αγοράς συναλλάγματος, όπως έκαναν ανέκαθεν οι κυβερνήσεις αυτής της χώρας, αλλά για να λυτρωθούμε από τις διαρκείς πιέσεις της κερδοσκοπίας, να ελέγξουμε την οικονομία μας, να χρηματοδοτήσουμε την παραγωγική της ανάπτυξη, να στηρίξουμε το λαϊκό εισόδημα, να επαναπροσανατολίσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας.
Το αν μια υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος είναι καταστροφική ή ευεργετική για την παραγωγή και τα εισοδήματα εξαρτάται πρωτίστως από την πολιτική που το υποστηρίζει.
* Αν συνοδεύεται από πολιτική σκληρής λιτότητας, παραγωγικής απο-επένδυσης, ανοίγματος των αγορών και διάλυσης του «κοινωνικού κράτους» στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας», τότε πράγματι οδηγεί στην καταστροφή.
* Αν γίνεται για να χρηματοδοτηθούν η παραγωγή και οι εξαγωγές της, αν συνοδεύεται με ισχυρές πολιτικές κοινωνικής προστασίας και στήριξης του λαϊκού εισοδήματος, τότε ακόμη και μια απρόσμενη μεγάλη υποτίμηση δεν θα επιφέρει σοβαρή ζημιά στην οικονομία και την κοινωνία.
6. Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν θα καταρρεύσει;
Το σίγουρο είναι ότι ήδη οι τράπεζες είναι υπό κατάρρευση. Ο μόνος τρόπος για να διασωθούν, μαζί με τις λαϊκές αποταμιεύσεις και καταθέσεις, είναι η εθνικοποίηση των βασικών τραπεζών και η μεταστροφή τους από ιδρύματα σαράφικης εκμετάλλευσης της επιχείρησης και του νοικοκυριού σε μοχλούς αναδιοργάνωσης και αναπτυξιακής στήριξης της μικρής και μεσαίας επιχείρησης, του ατομικού παραγωγού και επιχειρηματία και του νοικοκυριού. Έτσι μπορεί να ελεγχθεί και η εκροή κεφαλαίου στο εξωτερικό, που αποτελεί μια από τις πιο μεγάλες πληγές της ελληνικής οικονομίας.
Η μονομερής άρνηση της πληρωμής του χρέους, όπως κι αν την δει κανείς, είναι ο μόνος τρόπος για να διασωθεί η χώρα από την πτώχευση και την καταστροφή και η μόνη ευκαιρία για να διασώσουν οι εργαζόμενοι τα εισοδήματά τους, τη δουλειά τους, τις συντάξεις και τα δικαιώματά τους. Για να υπάρξει προοπτική για τους νέους, τους αγρότες, τους μικρομεσαίους, για την ίδια τη χώρα…

* Ο Δημήτρης Καζάκης είναι οικονομολόγος – αναλυτής.

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Νο3

12:38 μ.μ. Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

«Δώστου κλώτσο να γυρίσει.."

Αλλά όχι για να αρχίσει. Για να σταματήσει το παραμύθι με το οποίο τους τελευταίους μήνες ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση των αγορών, προσπαθεί να μας αποκοιμίσει για να εφαρμόσει την πολιτική που εξασφαλίζει κέρδη, προνόμια και δύναμη για το κεφάλαιο και τις τράπεζες από τη μία πλευρά και φτώχια, ανεργία, εξαθλίωση και περιθωριοποίηση για την πλειοψηφία της κοινωνίας, από την άλλη. Αυτό το παραμύθι που τάχα ώς «μοναδική, αναγκαστική αλλά ασφαλέστερη επιλογή», μας έριξε στα δόντια των διεθνών(και εγχώριων) τοκογλύφων, θα επαναλάβει πανηγυρικά αυτές τις ημέρες στη Θεσσαλονίκη, δίνοντας το σήμα για έναν ακόμη γύρο λεηλασίας των λαϊκών εισοδημάτων, καταργώντας επιδόματα και εισοδηματικές κατακτήσεις των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και επιβάλλοντας την εντολή της οικονομικής χούντας στον ιδιωτικό τομέα, που καθηλώνει τα εισοδήματα (με τη συναίνεση της ΓΣΣΕ) στα επίπεδα του 1980, απαγορεύει τις αυξήσεις σε κλαδικό και επιχειρησιακό επίπεδο και καταργεί στην ουσία το θεσμό των Συλλογικών συμβάσεων. Ταυτόχρονα στα πλαίσια της εξοικονόμησης πόρων, βλέπουμε ακόμη και αυτό το στοιχειώδες κοινωνικό κράτος που εξασφάλιζε μία ελάχιστη ελπίδα ανάσας για την εργατική οικογένεια να καταρρέει.
Οι συγκοινωνίες γίνονται χειρότερες και ακριβότερες. Κόβονται «περιττά» δρομολόγια ,αυξάνονται τα εισιτήρια, περιορίζεται το προσωπικό και αλλάζουν οι εργασιακές σχέσεις.
Τα αδιέξοδα της «εξοικονόμησης» πόρων για την εξασφάλιση των δόσεων από τους τοκογλύφους του ΔΝΤ και της Ε.Ε., με το επικοινωνιακό κόλπο του νοικοκυρέματος, είναι ακόμη ποιο φανερά στην εκπαίδευση και την υγεία.
Οι υπεράριθμες σχολικές αίθουσες χωρίς δασκάλους και καθηγητές, χωρίς τα αναγκαία εποπτικά μέσα και τις απαραίτητες εναλλακτικές μορφές διδασκαλίας, εάν τα προηγούμενα χρόνια ήταν ζήτημα διαχείρισης και κακών επιλογών, τώρα θα είναι ο κανόνας που στο όνομα της συγκυρίας θα βυθίζει τη νέα γενιά στην αμάθεια και το σύγχρονο αναλφαβητισμό. Αντίστοιχα στην υγεία η ήδη εδώ και καιρό άσχημη κατάσταση, έχει πάρει τραγικές διαστάσεις με τις περικοπές για δαπανηρές εξετάσεις που βαρύνουν πλέον τους ασθενείς ,με απλήρωτο προσωπικό και γιατρούς, με περιστολή του κόστους για αναγκαία φάρμακα, υποδομές και εξοπλισμό. Το επόμενο βήμα θα είναι το κλείσιμο σχολείων και νοσοκομείων. Και όλα αυτά για να πληρώνουμε τα χρέη που συσσώρευσαν οι επιλογές, κυβερνήσεων και πολιτικών που εν τέλει δέν εξασφάλισαν καλύτερες οικονομικές συνθήκες και κοινωνικές υπηρεσίες, αλλά εξυπηρέτησαν οικονομικά συμφέροντα, πολιτικές φιλίες και κομματικές επιδιώξεις.
Και όλα αυτά, ενώ τα πακέτα χρηματοδότησης στις τράπεζες πυκνώνουν και αυξάνονται την ώρα που το λαϊκό εισόδημα συρρικνώνεται, η ακρίβεια κυριαρχεί και η ανεργία καλπάζει.
Γι’ αυτό λοιπόν οι εργαζόμενοι έχουν κάθε λόγο να «δώσουν κλώτσο» σε αυτή την πολιτική και αυτή τη φορά να είναι ποιο δυνατή και ποιο αποτελεσματική από την αποδοκιμασία που εισέπραξε η κυβέρνηση το προηγούμενο διάστημα. Προσπερνώντας το κλίμα της ηττοπάθειας στο οποίο έχουν υποκύψει οι κορυφαίοι συνδικαλιστικοί ταγοί της χώρας και καλλιεργούν με επιμέλεια τα κανάλια και οι δημοσιογράφοι του καθεστώτος της Τροϊκα.
Σε αυτές τις συνθήκες και πρίν ο μεσαίωνας που μας οδηγούν επισκιάσει κάθε ελπίδα για τους εργαζόμενους και την κοινωνική πλειοψηφία, γίνεται επίκαιρη η πρόταση που διατυπώθηκε από την Πρωτοβουλία μας και περισσότερο αναγκαία η πρόταση για παύση πληρωμής του χρέους η έξοδος από την ΟΝΕ και το ΕΥΡΩ. Πρόταση που δεν πηγάζει από μία εθνοκεντρική ή απομονωτική αντίληψη και πρακτική, αλλά από την αναγκαιότητα που φανερώνεται όλο και ποιο καθαρά, για μία κοινωνία με επίκεντρο τις ανάγκες των ανθρώπων και όχι των αριθμών, με κριτήριο την ποιότητα ζωής και όχι τους χρηματιστηριακούς δείκτες και τα επιχειρηματικά κέρδη.
Πρόταση που απευθύνεται στους εργαζόμενους και τη δυνατότητά τους να αλλάξουν τη ρότα που μας οδηγεί η κυβέρνηση και οι «αγορές» με προορισμό την κοινωνική εξαθλίωση και την εργασιακή έρημο.
ΟΛΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΤΗ ΔΕΘ-ΟΛΟΙ ΞΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ.




Πραγματοποιήθηκε  συνάντηση του συντονιστικού των πρωτοβάθμιων σωματείων της Αθήνας. Έγινε πλούσια συζήτηση γύρω από το νέο κύμα της κυβερνητικής επίθεσης, τον απολογισμό του 1ου γύρου των αγώνων, τις ευθύνες της γραφειοκρατίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για την αποκλιμάκωση του αγωνιστικού μετώπου και την υπογραφή της κατάπτυστης ΕΓΣΣΕ, ενώ κατατέθηκαν και πρώτες σκέψεις για τον αγωνιστικό σχεδιασμό για την επόμενη φάση του κινήματος.
Παράλληλα συζητήθηκε και η παρουσία του συντονισμού στη ΔΕΘ.

Στην κατεύθυνση αυτή κατατέθηκαν οι παρακάτω προτάσεις:
1. Το μαζική κάλεσμα προς τα μέλη των σωματείων για τη διαδήλωση της ΔΕΘ και η οργάνωση της συμμετοχής (πούλμαν, αφίσα κλπ)
2. Προτάθηκε να γίνει συζήτηση σε όλα τα σωματεία του συντονισμού για την διαμόρφωση θέσης, σε ότι αφορά την πρόταση για διοργάνωση ταξικής ενωτικής συγκέντρωσης από τα σωματεία του συντονισμού (σε συνεννόηση και με αντίστοιχους συντονισμούς σωματείων της επαρχίας) στη Θεσσαλονίκη, καθώς και τη συμμετοχή στην κοινή διαδήλωση με τους αγωνιστές που θα συμμετέχουν στη συγκέντρωση του ΕΚΘ.
Σε ότι αφορά το χώρο συγκέντρωσης κατατέθηκαν δύο προτάσεις (πλατεία Καμάρας και πλατεία Αγίας Σοφίας).
3. Διαδήλωση την Πέμπτη 9/9 στην Αθήνα από το Περιστέρι στη Νίκαια του συντονισμού των σωματείων της Αθήνας.
4. Συμμετοχή όσων σωματείων της Αθήνας αποφασίσουν στην πανελλαδική συνάντηση των σωματείων στη Θεσσαλονίκη την Κυριακή 12/9.
5. Άμεσες πρωτοβουλίες δράσης του συντονισμού για τiς εκβιαστικές τρομοκρατικές μεθοδεύσεις της εργοδοσίας για απόλυση του σ. Ν. Γουρλά.



Το κείμενο που ακολουθεί μας το έστειλε ο Γιάννης Μηλιός και αφορά την οικονομική κρίση και την απάντηση (κατά τη γνώμη του συγγραφέα) που πρέπει να δοθεί από την Αριστερά.


Το κύριο χαρακτηριστικό της κρίσης είναι η συνολική επαναδιαπραγμάτευση του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας και τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Η συγκεκριμένη ανάλυση επιβεβαιώνεται κάθε μέρα όλο και ποιο πολύ από την πρωτοφανή επίθεση που δέχονται εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις χρόνων. Μέσα σε αυτή την συγκυρία πρώτο μέλημα μας δεν μπορεί να είναι άλλο από την οργάνωση της άμυνας της κοινωνίας. Απαραίτητο βήματα για την συγκρότηση της οποίας είναι η αποδόμηση της κυρίαρχης προπαγάνδας σχετικά με την κρίση, τα αίτιά της και την αναγκαιότητα των κυβερνητικών μέτρων και η δημιουργία ενός συνόλου πρακτικών που θα δίνουν απάντηση στα πιο άμεσα ζητήματα της καθημερινότητας όσων πλήττονται.

Για την έξοδο από την κρίση

Όταν αναφερόμαστε στην κρίση πρέπει να μην λησμονούμε το γεγονός ότι στην πραγματικότητα μιλάμε όχι για μία αλλά για τρεις κρίσεις, με τη δική τους αυτονομία:
1. Για την κρίση του κεφαλαίου που εμφανίζεται μέσω της μείωσης των κερδών, τη χρεοκοπία επιχειρήσεων, την υποαπασχόληση των παραγωγικών εγκαταστάσεων κτλ.
2. Για την κρίση των οικονομικών του κράτους που εμφανίζεται μέσω των αυξανόμενων ελλειμμάτων και του χρέους.
3. Για την κρίση της εργασίας που εμφανίζεται μέσω της αύξησης της ανεργίας, της μείωσης των μισθών, της επισφάλειας και της απώλειας εργασιακών δικαιωμάτων.
Υπό αυτό το πρίσμα δεν μπορεί να υπάρξει μία καθολικά αποδεχτή μεθοδολογία για την έξοδο από την κρίση. Κάθε πρόταση φέρει μαζί της μια συγκεκριμένη ταξική οπτική και μεροληψία. Κάθε πρόταση στηρίζεται και σε διαφορετικές προτεραιότητες. Από τη μία μεριά υπάρχουν τα ζητήματα της ανάκαμψης της κερδοφορίας, αλλά και του χρέους, των ελλειμμάτων και από την άλλη μεριά υπάρχουν τα ζητήματα της ανεργίας, των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι μια προσπάθεια της κυβέρνησης, με όπλο την κρίση των οικονομικών του κράτους, να μετατραπεί η κρίση του κεφαλαίου σε κρίση της εργασίας, έτσι ώστε να επιδοτηθούν τα κέρδη των επιχειρήσεων μέσα από τη μείωση των μισθών κάτω από τα όρια επιβίωσης και καταργώντας τα όποια αναιμικά εργασιακά δικαιώματα, βυθίζοντας τους εργαζομένους και την κοινωνία στη φτώχεια.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο δρόμοι εξόδου από την κρίση. Η έξοδος σε βάρος της κερδοφορίας και των προνομίων του κεφαλαίου και η έξοδος σε βάρος των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων του κόσμου της δουλειάς.
Τα μέτρα της κυβέρνησης και των διεθνών συμμάχων της (ΕΕ-ΔΝΤ) σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελούν λύση για τον κόσμο της δουλειάς και τη νεολαία. Είναι μέτρα με αποκλειστική στόχευση (α) την μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους με δημόσια έσοδα που έχουν ως πηγή τα λαϊκά εισοδήματα, και (β) την αύξηση της κερδοφορίας. Ακόμα και στην περίπτωση επίτευξης των συγκεκριμένων στόχων η κατάσταση των εργαζομένων θα χειροτερεύσει δραματικά αφού θα μιλάμε για περισσότερο από 1 εκ. ανέργους, 3 εκ. εργαζόμενους σε επισφαλείς θέσεις και συνολική κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος και του κοινωνικού κράτους.
Δεν είναι όμως λίγες οι αναλύσεις που πλέον αμφισβητούν την ικανότητα των μέτρων να πετύχει ακόμα και τους παραπάνω στόχους. Ακόμα και το ΔΝΤ αναφέρει ότι στο τέλος του σταθεροποιητικού προγράμματος το χρέος θα έχει αυξηθεί σχεδόν στο 150%. Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι πιθανόν να γίνει επαναδιαπραγμάτευση του χρέους με διαγραφή ενός κομματιού του. Χωρίς όμως την ύπαρξη ενός μαζικού κινήματος στους δρόμους θα είναι μια διαγραφή που θα συμβεί αφού έχουν περάσει τα μέτρα που διαλύουν τις εργασιακές σχέσεις: Θα εναρμονίζεται έτσι με τα συμφέροντα του κεφαλαίου, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις φοροαπαλλαγές και τα προνόμιά του.

Σχετικά με το χρέος και το έλλειμμα
Το μέγεθος του χρέους, που ακουμπάει το 120% του ΑΕΠ, από μόνο του δεν σημαίνει τίποτα. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν οικονομίες όπως η Ιαπωνία με χρέος 200%. Επίσης το μέγεθος του χρέους δεν είναι πρωτοφανές αφού για πρώτη φορά το χρέος άγγιξε το 120% το 1993 και από τότε περιστρέφεται σε αυτά τα μεγέθη.
 δημιουργία του χρέους αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα για την σκληρά ταξική φύση της πολιτικής των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ όλων αυτών των χρόνων. Αποδεικνύει με τον ποιο ξεκάθαρο τρόπο τον ταξικό χαρακτήρα της ανάπτυξης που γνωρίσαμε και το γεγονός ότι η σημερινή κρίση είναι η άλλη όψη της προηγούμενης ανάπτυξης. Από το 1997 μέχρι το 2007 η Ελλάδα είχε από τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση του ΑΕΠ κατά 44%. Με σταθερούς τους υπόλοιπους παράγοντες (κρατικά έσοδα, δαπάνες κλπ.) έπρεπε να επέλθει σημαντική μείωση του χρέους ως % του ΑΕΠ, (αφού αυτό ορίζεται πάντα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ). Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη λόγω της τεράστιας μείωσης των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη του κεφαλαίου και στη μεγάλη περιουσία, από 45%-40% (το 1981) στο 25% με στόχο το 20%, και την εισαγωγή μίας πλειάδας φοροαπαλλαγών.
Το χρέος αποτελεί τη συσσώρευση των ελλειμματικών προϋπολογισμών λόγω της διαχρονικής υστέρησης των κρατικών εσόδων έναντι των δαπανών. Το έλλειμμα του τελευταίου έτους είναι 13,6% του ΑΕΠ. Από αυτό 9% του ΑΕΠ είναι πρωτογενές έλλειμμα (δηλαδή στη διάρκεια του έτους οι δημόσιες δαπάνες υπερείχαν κατά 9% του ΑΕΠ, ήτοι 22,5 δις ευρώ περίπου των δημόσιων εσόδων), ενώ το υπόλοιπο (4,6% του ΑΕΠ ή 11,5 δις ευρώ) πήγε στην εξυπηρέτηση του συσσωρευμένου δημόσιου χρέους (συνολικού ύψους 300 δις ευρώ περίπου). Τα φορολογικά έσοδα προέρχονται κυρίως από φόρους, από φόρους κατανάλωσης κατά τα δύο τρίτα και από άμεσους φόρους κατά το ένα τρίτο.

*Με αυτή την έννοια, το γεγονός ότι το χρέος ως % του ΑΕΠ παρέμεινε σταθερό τη δεκαετία πριν την κρίση παρά τη μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ κατά 44%, δείχνει ότι το χρέος είναι κυρίως η συσσωρευμένη φοροαπαλλαγή (και όχι φοροδιαφυγή!) του μικρού και μεγάλου κεφαλαίου. Επίσης, το χρέος δημιουργούσε μια επικερδή σφαίρα τοποθέτησης κεφαλαίων για τους δανειστές του ελληνικού κράτους, τα εγχώρια και ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Τέλος άλλη μια μεταβλητή του χρέους αποτελούν και οι ιδιωτικοποιήσεις κερδοφόρων τομέων και επιχειρήσεων (που στερούν τους κρατικούς προϋπολογισμούς από σημαντικά έσοδα).
Η ταξικότητα του χρέους όμως, πέρα από το ζήτημα της πηγής των εσόδων του Προϋπολογισμού) προκύπτει και από μία πιο προσεκτική ανάγνωση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού. Το ελληνικό κράτος είναι πολύ «μικρό» σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για τις κοινωνικές υπηρεσίες. Αντιθέτως είναι ένα τεράστιο και σπάταλο κράτος σε ό,τι αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες και συνολικότερα τις δαπάνες για τον κατασταλτικό μηχανισμό.

Η απάντηση της Αριστεράς

Από τα παραπάνω προκύπτουν πολύ συγκεκριμένες προτεραιότητες για την μεθοδολογία δουλειάς που πρέπει να ακολουθήσει η αριστερά για τη δική της απάντηση στη σημερινή κατάσταση. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να δίνει προτεραιότητα στην κρίση της εργασίας και όχι στην κρίση των οικονομικών του κράτους. Μπροστά πρέπει να μπαίνουν τα αιτήματα που σχετίζονται με την ταξικότητα της σύγκρουσης, αιτήματα για την αναδιανομή του εισοδήματος, τις εργασιακές σχέσεις, το ασφαλιστικό, τον δημόσιο πλούτο, και να έπονται τα αιτήματα που απαντούν στο «τι θα κάνει η χώρα με το χρέος».
Έχοντας αναδείξει τον ταξικό χαρακτήρα του χρέους και της σημερινής σύγκρουσης και την προτεραιότητα για έξοδο από την κρίση της εργασίας στην συνέχεια μπορούμε να απαντάμε και στο ζήτημα της κρίσης των οικονομικών του κράτους. Το πρώτο πράγμα που ζητάμε είναι η δυνατότητα δανεισμού από την ΕΚΤ με 1% ακριβώς όπως έγινε και με τις εμπορικές τράπεζες που δανείστηκαν με αυτό το επιτόκιο και στην συνέχεια δάνεισαν το ελληνικό με 5% και παραπάνω. Κάτι τέτοιο σημαίνει ανατροπή του Συμφώνου Σταθερότητας το οποίο, καίτοι έχει καταστεί από τις εξελίξεις ανενεργό, τώρα υπάρχει μια προσπάθεια επαναφοράς και σκλήρυνσης του.
Δεύτερος άξονας είναι ο δημόσιος έλεγχος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με πρώτο βήμα τη δημιουργία ενός δημόσιου πυλώνα από την Εθνική την Αγροτική και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Αξίζει να υπενθυμίζουμε ότι οι τράπεζες έχουν αποσπάσει οικονομική βοήθεια 12 δις και τώρα εκταμιεύουν άλλα 17. Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι από το πρώτο σκέλος του πακέτου τα 7 δις δεν ήταν απλά εγγυήσεις. Με αυτό το ποσό θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να έχει αυτή την στιγμή των έλεγχο όλων των βασικών τραπεζών αν είχαν αγοραστεί κοινές μετοχές και όχι προνομιούχες που δεν συμμετέχουν στην διοίκηση.


Σχέδια διαχείρισης της λαϊκής δυσαρέσκειας από την μεριά των κυρίαρχων
Οι συνέπειες της κρίσης και των πολιτικών που ακολουθούνται έχει αρχίσει να δημιουργεί μια πρωτοφανή κοινωνική κατάσταση που δύσκολα αντιμετωπίζεται. Η πρώτη γραμμή άμυνας που έχει υιοθετηθεί από τα κόμματα που πρωτοστατούν στην επίθεση ενάντια στις λαϊκές κατακτήσεις, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ είναι αυτή της απώλειας της εθνικής κυριαρχίας. Με το συγκεκριμένο πλαίσιο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι σύμμαχοί της μπορούν να βγαίνουν από τη δύσκολη θέση ισχυριζόμενοι ότι δεν ευθύνονται αυτοί για τα επώδυνα μέτρα αλλά η τρόικα ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ και ότι συνολικά για τη σημερινή κατάσταση ευθύνεται η προηγούμενη κυβέρνηση που μας οδήγησε στο σημείο απώλειας της εθνικής κυριαρχίας.
Η συγκεκριμένη ανάλυση δημιουργεί ένα δίπολο ανάμεσα στις δυνάμεις του έθνους και στους ξένους που μας επιβάλουν τα μέτρα, αποκρύβει έτσι τον πραγματικό χαρακτήρα της σύγκρουσης που είναι ταξικός και δημιουργεί μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις που με «αίσθημα εθνικής ευθύνης αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα των μέτρων για να επανακτήσει η χώρα τη χαμένη εθνική ακεραιότητα» και στις «ανεύθυνες πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να βουλιάξουν την χώρα στο χάος».
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει ο λόγος μας να δίνει τη δυνατότητα στο ΠΑΣΟΚ να αποποιηθεί τις ευθύνες του όχι μόνο για τη σημερινή κατάσταση αλλά και για την ίδια την ουσία των μέτρων. Τόσα χρόνια το ΠΑΣΟΚ δεν χρειάστηκε ούτε το ΔΝΤ ούτε κανέναν άλλο για να ιδιωτικοποιήσει τον δημόσιο πλούτο και τις δημόσιες υπηρεσίες, φτάνοντας σε σημεία παροξυσμού, πουλώντας μέσω της Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα παραλίες και εκτάσεις γης. Δεν χρειάστηκε κανέναν για να επιτεθεί στις εργασιακές σχέσεις, στο ασφαλιστικό και στο δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας. Στη σημερινή κρίση υπάρχει πιο ξεκάθαρα από ποτέ ένα συγκεκριμένο δίλημμα: συνέχιση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ή συνολική ρήξη με αυτή και χάραξη μιας διαφορετικής κατεύθυνσης με βάση την προστασία των εργασιακών κατακτήσεων και δικαιωμάτων και συνολικότερα του δημόσιου πλούτου και των κοινωνικών αναγκών.
Το ΠΑΣΟΚ έχει αποδειχτεί ο καλύτερος μαθητής του νεοφιλελευθερισμού στη χώρα και άρα τις συγκεκριμένες πολιτικές τις έχει επιλέξει και δεν του τις έχουν επιβάλει. Σήμερα η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου αντιλαμβάνεται την κρίση σαν μια ευκαιρία για να περάσει μέτρα που ούτως ή άλλως έχει προκηρύξει στο παρελθόν, όπως η ανασφάλιστη εργασία των νέων σε καθεστώς μαθητείας με μισθούς κάτω από τη συλλογική σύμβαση εργασίας. Με αυτή την έννοια για το ΠΑΣΟΚ και τους συμμάχους του όπως το ΛΑΟΣ και η οικογένεια Μητσοτάκη τα μέτρα δεν είναι απλά αναγκαίο κακό αλλά είναι πάνω απ’ όλα «ορθά».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να διεξάγεται και η κριτική μας απέναντι στην Ε.Ε. Μία κιτρική που οφείλει να είναι συνολική σχετικά με το πλαίσιο λειτουργίας και τους στόχους που εξυπηρετεί η Ε.Ε., τονίζοντας όμως πάντα τις ευθύνες που έχει συνολικά η σοσιαλδημοκρατία και τα λαϊκά κόμματα που από κοινού σχεδίασαν την σημερινή ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες δυνάμεις στην Ευρώπη θέλησαν να δημιουργήσουν ένα μηχανισμό που θα τους παρέχει περισσότερες εγγυήσεις για την αναπαραγωγή των σημερινών ταξικών πολιτικών. Ο παραπάνω στόχος επιτεύχθηκε ακριβώς λόγω της ύπαρξης συγκεκριμένων συσχετισμών στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κρατών. Η ίδια η Ε.Ε. αποτελεί συμπύκνωση και αποκρυστάλλωση ταξικών συσχετισμών τους οποίους πρέπει να αγωνιστούμε για να ανατρέψουμε.
Η δεύτερη γραμμή άμυνας που φαίνεται να καλλιεργείται από μερίδες του αστικού συνασπισμού εξουσίας και πιο συγκεκριμένα από τον τύπο είναι η στοχοποίηση για τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού προσωπικού με όρους διαχείρισης. Έτσι για τη σημερινή κατάσταση δεν ευθύνεται ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση αλλά τα «λαμόγια και οι κλέφτες» που τα «έφαγαν». Όπως έδειξαν και οι τελευταίες εκλογές, με την επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ να προσφύγει σε πρόωρες κάλπες τη στιγμή που ήταν περισσότερο από σίγουρη η ήττα της, το πολιτικό προσωπικό είναι αναλώσιμο μπροστά στην ανάγκη για συνολική αναπαραγωγή του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Με αυτή την έννοια ένα σχέδιο εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας μπορεί να είναι η θυσία ενός κομματιού του πολιτικού κόσμου ως υπεύθυνου για σπατάλες και σκάνδαλα που μας έφεραν σε αυτή την τραγική θέση.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αντίληψης μπορεί εύκολα, με μανδύα τον «τεχνοκρατισμό», να προκριθούν ακραίες αντιδημοκρατικές λύσεις. Μία τέτοια θα μπορούσε να είναι μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» που θα αποτελούνταν από τεχνοκράτες και «ανθρώπους της αγοράς», οι οποίοι θα αναλάμβαναν τη έξοδο της χώρας από το σημερινό τέλμα. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας λύσης θα μπορούσε να ζητηθεί, κάτι που έχει γίνει ήδη από τους κύκλους των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων, αναστολή άρθρων του συντάγματος που σχετίζονται με τη συνδικαλιστική δράση και τις απεργίες έτσι ώστε σε κλίμα ταξικής ειρήνης «η χώρα» να μπορέσει να «ορθοποδήσει».
Το κύριο χαρακτηριστικό και των δύο γραμμών άμυνας που μέχρι τώρα φαίνεται να αναπτύσσονται από τη μεριά του αντιπάλου είναι η αποσιώπηση του ταξικού χαρακτήρα της σημερινής σύγκρουσης. Η σύγκρουση επιχειρείται να μεταμφιεστεί ή σε εθνική υπόθεση ή σε διαχειριστική σύγκρουση ενάντια στους κλέφτες πολιτικούς και τους τεμπέληδες δημόσιους υπαλλήλους. Δουλειά μας είναι να τοποθετούμε τη σημερινή κατάσταση στην πραγματικής της βάση, δηλαδή στη δομική καπιταλιστική κρίση και στη συνολικότερη αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού και παράλληλα να αναδεικνύουμε τις εναλλακτικές που έχει μπροστά του ο κόσμος της εργασίας και η νεολαία.

Πολιτικό και όχι τεχνικό το ζήτημα εξόδου από την κρίση


Ένα από τα λάθη που φαίνεται στη συγκεκριμένη συγκυρία να κάνουν κομμάτια του κινήματος είναι η προσπάθεια εξεύρεσης ενός υπερ-αιτήματος που θα μπορέσει να αποτελέσει την απάντηση της Αριστεράς για την έξοδο από την κρίση, συσπειρώνοντας την πλειοψηφία των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό δε της ηγεμονίας του αστισμού στο εσωτερικό της Αριστεράς ακόμα και σήμερα είναι ότι η αναζήτηση αυτού του υπερ-αιτήματος βρίσκεται στο σκέλος της κρίσης των οικονομικών του κράτους και όχι στην κρίση της εργασίας.
Για εμάς το ζήτημα εξόδου από την κρίση είναι πρωτίστως πολιτικό και όχι τεχνικό. Με αυτή την έννοια όταν μιλάμε για έξοδο από την κρίση πρέπει να εξηγούμε από ποια κρίση εννοούμε και ποιες είναι οι προτεραιότητές μας και την ίδια στιγμή να αναδεικνύουμε την εξελισσόμενη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση. Έξοδος από την κρίση σημαίνει ρήξη με τον νεοφιλελευθερισμό και συνολικά μια πολιτική που θα ακολουθεί την αντίστροφη πορεία από αυτή που μας έφερε μέχρι εδώ. Μια πολιτική που θα προστατεύει το εργατικό εισόδημα και συνολικά τις εργασιακές κατακτήσεις, θα ακυρώνει την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και τις ιδιωτικοποιήσεις, θα προστατεύει τον δημόσιο πλούτο και θα στηρίζεται συνολικά στην ικανοποίηση των αναγκών του κόσμου της δουλειάς και της νεολαίας.

Εμείς υποστηρίζουμε ότι έχει τεράστια πολιτική σημασία η σειρά των στόχων πρέπει να είναι συγκεκριμένη:
Ξεκινάμε από τα ζητήματα προστασίας της εργασίας και αναδιανομής του εισοδήματος (υπεράσπιση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αύξηση των μισθών πείνας σε αξιοπρεπή επίπεδα, κλπ.) και τα επεκτείνουμε σε μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης των δημόσιων οικονομικών (αύξηση των φορολογικών συντελεστών του κεφαλαίου στο 40% των κερδών, κατάργηση φοροαπαλλαγών, φορολόγηση εκκλησιαστικής περιουσίας, επιβολή ειδικού φόρου στις εισηγμένες στο ΧΑΑ επιχειρήσεων: να καταθέτουν το 10% των ετήσιων κερδών τους υπό τη μορφή μετοχών υπέρ του ασφαλιστικού συστήματος, μείωση των στρατιωτικών δαπανών κατά 50%, αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης για την ενίσχυση των κοινωνικών λειτουργιών, τη διαφάνεια και τον δημόσιο έλεγχο, την αύξηση της αποτελεσματικότητας).
Στη συνέχεια και μόνο στη βάση των προηγούμενων θέτουμε ζητήματα που αφορούν την κρίση χρέους καθαυτή, όπως η διαγραφή ενός μέρους του.
Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλέπουμε το ζήτημα του συσχετισμού δύναμης που αποτελεί και τον πραγματικό δείκτη για την εφαρμογή μιας τεχνικής πρότασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόταση για στάση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ, μια πρόταση που υποστηρίζεται σήμερα και από μερίδες ακραίων νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων. Με το σημερινό συσχετισμό δύναμης η εφαρμογή της συγκεκριμένης πρότασης θα βοηθήσει το κεφάλαιο στην πιο γρήγορη μείωση του εργατικού κόστους και στις απαραίτητες σκληρές μεταρρυθμίσεις για την ανάκαμψη της κερδοφορίας του. Αυτό θα συμβεί μέσα από την υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος που θα προκύψει. Μια υποτίμηση που θα πλήξει σχεδόν αποκλειστικά τα μισθωτά στρώματα και όχι εκείνους που έχουν τη δυνατότητα μεταφοράς κεφαλαίων στο εξωτερικό και άρα διατήρησής τους σε ευρώ.

Να οργανώσουμε τις άμυνες της κοινωνίας να οικοδομήσουμε μια αποτελεσματική αριστερή γραμμή

Παράλληλα με την δουλειά τεκμηρίωσης που πρέπει να γίνει σχετικά με τα ζητήματα της κρίσης πρέπει να αναπτύσσεται και μια δουλειά για την ανάπτυξη των κοινωνικών αντιστάσεων. Μια δουλειά που ειδικά σήμερα δεν μπορεί απλά να περιοριστεί στη διεκδίκηση και στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Χρειαζόμαστε μια μεθοδολογία δράσης που θα μας επιτρέπει να δημιουργούμε δίκτυα αλληλεγγύης και μορφές αυτοοργάνωσης των κομματιών που πλήττονται από την κρίση. Μορφές οργάνωσης που θα βοηθάνε και στη συνολικότερη αλλαγή των συσχετισμών, αλλά που την ίδια στιγμή θα αποτελούν αντιπαραδείγματα κοινωνικής οργάνωσης. Μορφές που θα στηρίζονται δηλαδή στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι στην μεγιστοποίηση του κέρδους. Για το επόμενο διάστημα, πρέπει να αποτελέσει πρώτη προτεραιότητα το βάθεμα της συγκεκριμένης προβληματικής και η εξειδίκευση της λογικής του συνεδρίου για μια «γραμμή του αποτελέσματος».





Κοζάνη 2/8/2010


Να κατασπαράξουν τη ΔΕΗ επιχειρούν τώρα τα «κοράκια» της κερδοσκοπίας!

Με αρχική πρόταση της Κομισιόν που υιοθετήθηκε χωρίς αντίρρηση από την Τρόικα των «οικονομικών δολοφόνων», προωθούνται οι ευσεβείς πόθοι των Ελλήνων και ξένων επιχειρηματιών που θέλουν να καρπωθούν τα φιλέτα της ενέργειας μέσα από τον διαμελισμό και την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Βάζουν γι’ αυτό όλους τους στόχους τους σε μια Κυβέρνηση πρόθυμη (όπως φαίνεται από τα μέχρι σήμερα πεπραγμένα της) να τα κάνει όλα και απαιτούν:

1. Άμεση ιδιωτικοποίηση (πώληση) λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων ισχύος ίσης με το 40% της εγκατεστημένης παραγωγής της ΔΕΗ!
2. Διαμελισμό της ΔΕΗ, με τη δημιουργία ανεξάρτητων θυγατρικών επιχειρήσεων και πρώτα θύματα τις διευθύνσεις Μεταφοράς και Διανομής.
3. Πώληση εικονικής ισχύος, δηλαδή εισαγωγή αεριτζήδων εμπόρων που θα μεταπωλούν το ρεύμα της ΔΕΗ στους πελάτες της!
4. Εκχώρηση σε ιδιώτες όλων των νέων λιγνιτικών κοιτασμάτων (Ελασσόνα, Δράμα, Βέβη κλπ)
5. Αναπροσαρμογή της Οριακής Τιμής του Συστήματος (ΟΤΣ) για να συνεχίσουν να βγάζουν περισσότερα κέρδη οι ιδιώτες παραγωγοί αγοράζοντας από τη ΔΕΗ φθηνό ρεύμα και πουλώντας της πανάκριβο!
Αφού μέχρι τώρα κυβέρνηση ΕΕ και ΔΝΤ κατάφεραν να περάσουν όλα τα αντιδραστικά, αντεργατικά και αντιλαϊκά τους μέτρα που έπληξαν βάναυσα το εισόδημα, τις εργασιακές και ασφαλιστικές σχέσεις των εργαζομένων και των συνταξιούχων, ορμάνε πλέον ακάθεκτοι να λεηλατήσουν ότι απόμεινε από τη δημόσια περιουσία. Θύματα για άλλη μια φορά εργαζόμενοι και οι οικιακοί καταναλωτές αφού οι πρώτοι θα εξαθλιωθούν με τα νέα εργασιακά και εισοδηματικά μέτρα και οι δεύτεροι θα χρυσοπληρώσουν το ρεύμα για να κορεστεί η δίψα για κέρδη του Ελληνικού και ξένου κεφαλαίου που δραστηριοποιείται πλέον και στην ενέργεια.
Βεβαίως «λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο»! Και αυτός στην προκειμένη περίπτωση είναι οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ που είναι αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν ούτε την πώληση μονάδων, ούτε τον διαμελισμό της επιχείρησης (έτσι απαξίωσε η προηγούμενη κυβέρνηση τον ΟΣΕ διασπώντας τον σε 6 θυγατρικές επιχειρήσεις) και φυσικά ούτε την ύπαρξη εμπόρων για μεταπώληση του μόχθου τους.
Αυτό πρέπει να το βάλει καλό στο μυαλό της η Κυβέρνηση και η Τρόικα αλλά και η ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ και τα πρωτοβάθμια συνδικάτα που σκέφτονται να επαναλάβουν τους «άθλους» του 1998-99!
Τα μέλη και η διοίκηση του Συνδικάτου Εργαζομένων στην Ενέργεια «Εργατική Αλληλεγγύη» θα δώσουν όλες τους τις δυνάμεις για να μην περάσουν τα νέα αντιδραστικά σχέδια της Κομισιόν, της Κυβέρνησης, της Τρόικας και των βιομηχάνων!

Το γραφείο τύπου του ΣΕΕΝ “ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ”

Όχι στη σύμβαση της τρόϊκας!
Η ΓΣΕΕ, το ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων του ιδιωτικού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με την υπογραφή της φετινής, τριετούς διάρκειας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) συντάχθηκε με τις επιλογές κυβέρνησης – ΔΝΤ – ΕΕ και αποδέχθηκε τις επιταγές του μνημονίου αναιρώντας στην πράξη ακόμα κι αυτές τις δικές της «διακηρύξεις» .

Με την υπογραφή της συντάσσεται με την εργοδοσία και αγνοεί τις μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων, που αντέδρασαν και αντιτίθενται στο μνημόνιο και στα μέτρα του.

Όλοι εμείς, εκλεγμένοι συνδικαλιστές του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, που υπογράφουμε παρακάτω, αν και εκλεχτήκαμε με διαφορετικά ψηφοδέλτια και κάτω από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες, ταχθήκαμε πριν και πάνω από κάθε κομματική εντολή, να υπακούμε στη φωνή, το δίκαιο και το συμφέρον των συναδέλφων μας. Επειδή θέλουμε να τους κοιτάμε στα μάτια, επειδή σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ και ο ΑΓΩΝΑΣ, είναι ο δικός μας μονόδρομος σε αντίθετη πορεία από τη συνεργασία και τη συνεννόηση με τον αντίπαλο που επέλεξε η συνδικαλιστική ηγεσία:

- Θεωρούμε απαράδεκτη τη νομιμοποίηση του μνημονίου από τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Την απεμπόληση της προστασίας του εργατικού εισοδήματος και κάθε διεκδίκησης για τρία χρόνια με τη βούλα των εκπροσώπων μας. Ούτε ο θεσμός της ΕΓΣΣΕ διασώθηκε (οι ατομικές συμβάσεις έχουν γίνει κανόνας), ούτε ο 13ος και ο 14ος μισθός διαφυλάχθηκε (ο 13ος και ο 14ος μισθός των δημόσιων υπαλλήλων δεν ήταν τακτικές αποδοχές που εν μια νυκτί μετατράπηκαν σε επιδόματα;), ούτε αυξήσεις δίνονται (οι αυξήσεις 1,5% και 1,7% στα δύο επόμενα χρόνια δεν είναι δραματική μείωση, όταν σύμφωνα με όλους τους υπολογισμούς η ακρίβεια σε όλα τα βασικά είδη ανάγκης έχει πετσοκόψει πάνω από 25% το εργατικό εισόδημα;).

- Η υπογραφή αυτής της σύμβασης, που έκανε τον ΣΕΒ να τρίβει τα χέρια του από την ικανοποίηση, βρίσκεται σε ευθεία αν-αντιστοιχία με τις διαθέσεις των εργαζομένων και αυτοί που την υπέγραψαν δεν μας εκπροσωπούν. Η ενδοτική στάση της ΓΣΕΕ έχει αποθρασύνει τον Υπουργό Εργασίας κ. Λοβέρδο που δηλώνει στη Βουλή ότι θα φέρει νομοθετική διάταξη που θα καταργεί τις Συλλογικές συμβάσεις εργασίας που έχουν υπογραφεί μέχρι τώρα είτε μέσω ΟΜΕΔ είτε με απευθείας διαπραγματεύσεις και κινούνται σε ποσοστό αυξήσεων στα «υπερβολικά» ποσοστά των 1.5% και 2.0%. Καταργεί δηλαδή πραξικοπηματικά κάθε δυνατότητα των εργαζομένων να υπογράφουν Συλλογικές Συμβάσεις με του εργοδότες με οποιοδήποτε τρόπο. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της εγκληματικής στάσης της ΓΣΕΕ όλο αυτό το διάστημα.

- Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ καταλύοντας κάθε έννοια αυτονομίας του συνδικαλιστικού κινήματος, λειτούργησε ως κυβερνητικός υπάλληλος σε διατεταγμένη υπηρεσία. Με τις επιλογές της συντάχθηκε με το κοινό μέτωπο κυβέρνησης – κεφαλαίου – τρόικας.

- Ο εργαζόμενος λαός έδειξε το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι συνδικαλιστικοί του εκπρόσωποι με τις εδώ και έξι μήνες κινητοποιήσεις του, με τα συλλαλητήρια, τις πορείες, τις απεργίες, ιδιαίτερα με την μεγαλύτερη μεταπολιτευτικά εργατική κινητοποίηση της 5ης Μάη.

- ΔΗΛΩΝΟΥΜΕ αποφασισμένοι να δώσουμε τον πρώτο λόγο στους αγώνες των εργαζομένων, να συμβάλουμε στην κλιμάκωση τους, για ανατροπή του μνημονίου και των μέτρων του, για πραγματικές αυξήσεις και συλλογικές συμβάσεις που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εργαζομένων.
GoPetition


Δελτίο Τύπου Νο2 16.07.2010

12:18 μ.μ. Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Δέν άντεξε τελικά η τρόικα και έγινε κουαρτέτο!!.
Η συνδικαλιστική ηγεσία της ΓΣΕΕ,πιστή και συνεπής στα κομματικά της καθήκοντα,αντί να ταχθεί,ώς όφειλε με τα συμφέροντα του δοκιμαζόμενου κόσμου της εργασίας,αντί να σηκώσει το ανάστημα στους εισβολείς του ΔΝΤ και της Ε.Ε,για να υπερασπίσει τη ζωή,τα δικαιώματα και το μέλλον των εργαζομένων,των νέων των άνεργων,των γυναικών και των μεταναστών,τάχθηκε με το μέρος του αντιπάλου.

Υπέκυψε στους όρους και τα όρια του Μνημονίου,υπογράφοντας (όχι για πρώτη πρεπει να ομολογήσουμε φορά) αυξήσεις που υποβαθμίζουν ακόμη περισσότερο την αξία της εργατικής δύναμης,μειώνουν ακόμη περισσότερο την αγοραστική της δυνατότητα,υποβιβάζουν ακόμη περισσότερο την κοινωνική θέση  του κόσμου της μισθωτής εργασίας.
Η υπογραφή της 3χρονης ΣΣΕ με τη συναίνεση ΣΕΒ-ΓΣΕΕ κλείνει την πρώτη φάση μέτρων και νομοθετικών ρυθμίσεων που επέβαλε η υπαγωγή στο "μηχανισμό στήριξης" και η υπογραφή του Μνημονίου και περιελάμβανε εκτός των μέτρων εισοδηματικής πολτικής του δημοσίου όσο καί τις νομοθετικές ανατροπές σε ασφαλιστικό και εργασιακό.
Ο χειρισμός απο την πλευρά της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας,σε συνενόηση με την κυβέρνηση(κοινή σύσκεψη στο Μαξίμου 1/7/2010) αποκαλύπτει τόσο τα όρια υπεράσπισης των αυτοτελώς εργατικών δικαιωμάτων,όσο και  τις προθέσεις της.
Παράλληλα η στάση της ΔΑΚΕ αποκαλύπτει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την άσφαιρη κριτική του κομματικού της φορέα,ενάντια στο Μνημόνιο και το "μηχανισμό στήριξης".
Δέσμια του κομματικού ρόλου,δεσμευμένη απο τα προνόμια και τις απολαβές της και εγκλωβισμένη σε μία χρόνια πρακτική εκφυλισμού των συνδικαλιστικών διαδικασιών,η ηγεσία της ΓΣΕΕ, επιλέγει να διαχειρίζεται με τους χειρότερους όρους τα συμφέροντα των εργαζομένων,επιλέγει να "συγκρούεται" σε δευτερεύοντα ζητήματα,επιλέγει να  εταιρίζεται με τον ΣΕΒ και τους τραπεζίτες,την πηγή δηλαδή απ'όπου εκπορεύεται η επίθεση στους εργαζόμενους,για τα συμφέροντα των οποίων αφαιρούνται δικαώματα και κατακτήσεις.
  • Μέσω της υπογραφής της σύμβασης,η συνδικαλιστική ηγεσία έδωσε παράταση ζωής στην ισχύ και τον διαμεσολαβιτικό ρόλο που της δίνει η δυνατότητα υπογραφής Γενικών Σ.Σ.Ε.
  • Επιτυχία  θα ήταν η ανατροπή της πολιτικής που επιβάλλουν κυβέρνηση και τρόϊκα και όχι η διατήρηση των νομικών προνομίων που απολαμβάνουν οι κυρίαρχες παρατάξεις για να συνυπογράφουν στην ταφόπλακα των εργατικών διεκδικήσεων.
  • Ο ισχυρισμός ότι υπερασπίστηκε τον 13ο και 14ο μισθό,δέν προκύπτει προφανώς ώς ανατροπή των επιταγών του Μνημονίου,αλλά ώς ταύτιση με την επιθυμία των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο,όπου μία τέτοια εξέλιξη θα έπλυτε τα συμφέροντά τους.
  • Αντιστοιχα είναι αστείος ο ισχυρισμός ότι οι αυξήσεις του 1,7% που προβλέπει η συμφωνία ΓΣΕΕ-ΣΕΒ βρίσκεται στον αντίποδα των μηδενικών που προέβλεπε το Μνημόνιο,όταν η απώλεια εισοδήματος που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι τόσο με τις μισθολογικές περικοπές,όσο και με τους φόρους και τις αυξήσεις στο ΦΠΑ,ξεπερνάει το 20%.
 Οι συνέπειες για την εργατική οικογένεια είναι τραγικές και οδυνηρές πλέον.Οδηγούν στην απελπισία και την απόγνωση χιλιάδες νοικοκυριά,ανατρέπουν σχέδια και ακυρώνουν όνειρα.
Η διαδικασία αυτή ενώ τα προηγούμενα χρόνια έβρισκε εφαρμογή απ'όλες τις οικονομικές επιλογές των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ, η τελευταία πρακτική της κυβέρνησης Παπανδρέου,αξιοποίησε το δημοσιονομικό πρόβλημα για να οργανώσει μία ανευ προηγουμένου μείωση του εργατικού εισοδήματος συνοδευόμενη απο αφαίρεση και θεσμικών κατακτήσεων.
Αυτό θα έχει σάν συνέπεια τη βίαιη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού έτσι όπως τον γνωρίσαμε την τελευταία τουλάχιστον 20ετία  με συνέπειες ανεξέλεγκτες και απρόβλεπτες.
Η ιστορικά μοναδική,σε έκταση και βάθος, για την Ελλάδα ανακατανομή εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου που βρίσκεται σε εξέλιξη,θα επιβάλλει ένα νέο μοντέλο κοινωνικών σχέσεων,όπου το κυνήγι της επιβίωσης,η αγωνία της διατήρησης της θέσης εργασίας και η ανασφάλεια για το μέλλον, θα διαμορφώσουν ένα ζοφερό κοινωνικό τοπίο.
Η δυνατότητα αναστροφής αυτής της εξέλιξης είναι στα χέρια των εργαζομένων.Είναι στο χέρι τους να επιλέξουν ανάμεσα σε μία κοινωνική ζούγκλα που θα ισχύει ο νόμος της δύναμης,της πονηριάς και της καπατσοσύνης,ή θα κυριαρχεί η αλληλεγγύη,η ανθρωπιά και η δικαιοσύνη.

Editorial

Η δυνατότητα ανατροπής του Μνημονίου και της πολιτικής που το επέβαλε, προϋποθέτουν τον προβληματισμό και τη μελέτη της νέας κατάστασης στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, της ζωής μας.
Σε αυτή τη σελίδα φιλοδοξούμε να φιλοξενήσουμε τις ιδέες,τις σκέψεις,τους προβληματισμούς τις θέσεις και τις αντιρρήσεις που θα δώσουν ώθηση,θα προκαλέσουν συζήτηση, θα προωθήσουν εν τέλει, τα αιτήματα του κινήματος των εργαζομένων που μάχονται την πολιτεία του ΔΝΤ της κυβέρνησης και της Ε.Ε.
Πεποίθησή μας είναι ότι προκαλώντας ρήγματα στην κυρίαρχη προπαγάνδα, αποκαλύπτοντας τη δυνατότητα μιάς διαφορετικής οικονομικής και κοινωνικής προοπτικής, τεκμηριώνοντας μία ριζοσπαστική πρόταση, βοηθάμε απο τη δική μας πλευρά την πάλη των εργαζομένων.

Πρόθεσή μας είναι να έρθουμε σε επαφή με τις αγωνίες και τους προβληματισμούς της κοινωνίας, έξω και ενάντια στις αντιπαραθέσεις και τους διαχωρισμούς που ορίζονται απο την κυρίαρχο κομματικό, πολιτικό και επικοινωνιακό καθεστώς.

Αγωνία μας είναι να συναντηθεί η πεποίθηση της γνώσης, έτσι όπως ορίζεται από την επιστημονική ερμηνεία της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, με την αναγκαιότητα της δικαιοσύνης ,έτσι όπως κατανοούμε τις αξίες και τα οράματα για την κοινωνία που θέλουμε να ζούμε.
Κρίτήριο και όρος για αυτό το διάλογο δέν είναι η συμφωνία με το "γράμμα" των απόψεων που διατυπώθηκαν απο το κείμενο και τον προβληματισμό που ανέπτυξε η Πρωτοβουλία μας.
Κριτήριο και όρος είναι το συμφέρον της κοινωνικής πλειοψηφίας, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων που καταργήθηκαν, των εισοδημάτων που απαλλοτριώθηκαν, των αναγκών που αμφισβητήθηκαν.
Κριτήριο είναι ο πλούτος των ιδεών που αμφισβητούν το μονόδρομο της εφαρμοσμένης πολιτικής, που ανοίγουν το δρόμο σε ανατροπές για το συμφέρον της πλειοψηφίας της κοινωνίας.

Σε αυτή τη διαδικασία θα δημοσιοποιείται τόσο μέσα από το forum προτάσεων και ιδεών για τη δράση και τη διάδοση της Πρωτοβουλίας(κόκκινο κουμπί αριστερά),όσο και μέσω e-mails που θα μας στέλνετε για μεγαλύτερα κείμενα στο nmnd.gr@gmail.com. Tαυτόχρονα μπορείτε να σχολιάζεται τα κείμενα και τα Δελτία Τύπου της Πρωτοβουλίας που θα δημοσιεύονται με τον παραδοσιακό τρόπο κάτω από κάθε ανάρτηση.